-
1 τύμπανα
τύμπανονkettledrum: neut nom /voc /acc pl -
2 τύμπαν'
τύμπανα, τύμπανονkettledrum: neut nom /voc /acc plτύμπανε, τύμπανοςmasc voc sg -
3 βαρύβρομος
βᾰρῠ-βρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύβρομος
-
4 βυρσοτενής
βυρσο-τενής, ές,A = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel. 1347 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοτενής
-
5 δέρτρον
A = ἐπίπλους, caul or membrane which conlains the bowels,χολάδας δέρτροισι καλύψεις Antim.45
, cf. Hp.Epid.5.26; γῦπε.. δέρτρον ἔσω δύνοντες even to the bowels, Od.11.579.II in Od. l.c., δέρτρον is expld. by Gramm., as EM257.31, etc., of the vulture's beak: hence, of a sharp point, Lyc.880.III pl., = τύμπανα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέρτρον
-
6 εὕρημα
A invention, discovery, thing discovered not by chance but by thought, Hp.VM4; ; πολλῶν λόγων εὑρήμαθ' E.Hec. 250, cf.Ar.Nu. 561, Pl.Tht. 150d, al.; τύμπανα, Ῥέας.. εὑ. E.Ba.59, cf. HF 188; τὰ τῶν ἰατρῶν εὑ. D.26.26; opp. ὑπηρέτημα, Antiphoi. 15.2 c. gen., invention for or against a thing, remedy,τῆσδε συμφορᾶς E.Hipp. 716
.II that which is found unexpectedly, i.e. much like Ἕρμαιον (q.v.), piece of good luck, windfall, Hdt.7.155; εὕ. εὕρηκε ib.10. δ', 8.109; εὕ... κάλλιστον εὕρηκ' E.Heracl. 533;εὕ... οἷον ηὕρηκας τόδε Id.Med. 716
, cf. 553;εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Hdt.7.190
;εὕ. γίγνεται τόδε E.El. 606
;ἐκείνοις δὲ δυστυχοῦσι εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Th.5.46
;εὕ. ἐδόκει εἶναι X.An.7.3.13
, cf. Is.9.26, Herod.6.30, etc.III (in form εὕρεμα) sum realized by a sale, SIG1012.11 (Cos, ii/i B.C.); cf. ἀφ-, ὑπερεύρεμα. -
7 κτυπέω
Aκτυπέεσκον Q.S.9.135
: [tense] aor. 1 , Arr.Tact.40.6; poet. , E.Or. 1467 (lyr.): [dialect] Ep. [tense] aor. 2ἔκτῠπον Il.8.75
, al., S.OC 1456 (lyr.),κτύπον Il.8.170
:— [voice] Pass., v. infr.: ([etym.] κτύπος):— crash, as trees falling,μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον Il.23.119
; freq. of thunder,Ζεὺς ἔκτυπε 8.75
, cf. 7.479, Od.21.413, etc.;ἔκτυπεν αἰθήρ S.OC 1456
(lyr.); of the sea, Pl.R. 396b.2 ring, resound, κτυπέει δέ θ' ὑπ' αὐτοῦ ὕλη (sc. χειμάρρου) Il.13.140; ἀμφὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι rang with the cries of Heracles, S.Tr. 787;Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κ. E.Cyc. 328
;δρομήμασιν Id.Med. 1180
; τοῖν ποδοῖν κ. stamp loudly with.., Ar.Ec. 545, cf. Gal.7.60; εἰ.. ἐμπεσὸν [δόρυ] τῷ θυρεῷ κτυπήσειε Arr.l.c.;σιδηρῷ ὑποδήματι Luc.Salt.83
: c. acc. cogn., φόβον κτυπεῖν, like κλάζειν Ἄρη, E.Rh. 308.II causal, make to ring or resound,χθόνα Hes.Sc.61
;τύμπανα Opp.C.4.247
: c. dupl. acc., κτύπησε κρᾶτα.. πλαγάν (v.l. πλαγᾷ) made it ring with a blow, E.Or. l. c.: metaph.,κ. ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς τόποις τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.208
S.:—[voice] Pass., resound, Ar.Pl. 758, Th. 995 (lyr.);κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Philostr.VA6.26
. -
8 παταγέω
Aπατάγεσκον Alc. Supp.25.9
:— clatter, clash, of the sharp loud noise caused by the collision of two bodies, Ar.Nu. 378sq. ; ; of Bacchants, Pratin.Lyr.1.3 ; τὼ δὲ πίθω πατάγεσκ' ὀ πύθμην Alc.l.c. ; of the sea, dash, plash, Theoc.22.15 ; chatter, as birds, S.Aj. 168 (anap.) ;ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῖ Arist.HA 632b17
; gnash, as teeth, Philostr.Im.1.28 : prov., καλὰ δὴ παταγεῖς well hit! prob. from the game described under πλαταγών, Ar.Fr. 116.II trans., τύμπανα π. beat drums, Luc.Syr.D.50 :—[voice] Pass.,αἷς ἔντεα παταγεῖται Lyr.Adesp.121
;ἐπαταγεῖτο Luc. Tim.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παταγέω
-
9 σιγάζω
A bid one be silent, silence him,Ζεφύρου πνοάς Pi.Parth.2.16
; τινα ([etym.] ς) X.An.6.1.32, D.C.64.14;τύμπανα Opp.C.3.286
:—[voice] Pass., D.C.39.34. -
10 ταύρεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταύρεος
-
11 τύμπανον
A kettledrum, such as was used esp. in the worship of the Mother Goddess and Dionysus, Hdt.4.76, E.HF 892; τυμπάνων ἀλαλαγμοί, ἀράγματα, Id.Cyc.65 (lyr.), 205; τύμπανα, Ῥέας τε μητρὸς ἐμά θ' εὑρήματα, says Dionysus, Id.Ba.59, cf. 156 (lyr.), IG42(1).131.9, 10 (Epid.); in Corybantic rites, Ar.V. 119; τ. ἀράσσειν, ῥήσσειν, AP6.217 (Simon.), 7.485 (Diosc.);καταυλήσει χρῆται καὶ τυμπάνοις Sor.2.29
.2 metaph., τύμπανον φυσᾶν, of inflated eloquence, AP13.21 (Theodorid.).II name of some instrument of torture of execution, Ar. Pl. 476 (ξύλα ἐφ' οἷς [ἐν οἷς Suid.
] ἐτυμπάνιζον· ἐχρῶντο γὰρ ταύτῃ τῇ τιμωρίᾳ· ἢ βάκλα, παρὰ τὸ τύπτειν Sch.);τινῶν μὲν εἰς δεσμωτήριον, τινῶν δὲ ἐπὶ τύμπανον ἀπαγομένων S.E.M.2.30
; ;ἐπὶ τὸ τ. προσῆγε LXX 2 Ma.6.19
, cf.28; cf. τύπανον.2 = tumix, sirimpio (dub. sens.), Gloss.III in a machine, drum, Hero Bel.86, cf. Orib. 49.4.43; in Verg.G.2.444, tympana are wagon-wheels made of a solid piece of wood, rollers; similarly perh. in PLond.1821.204, possibly of the wheel of an irrigating machine: cf. τυμπάνιον.IV Archit., the sunken triangular space enclosed by the cornice of the pediment, Lat. tympanum fastigii, Vitr.4.7.5; the square panel of a door, Id.4.6.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύμπανον
-
12 ἀποκτυπέω
A sound loudly from,τῆς γλώττης Philostr. VS1.25.7
; make a noise by striking,μάστιζι Suid.
s.v. τύμπανα, cf. AB208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκτυπέω
-
13 ἀραξίχειρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραξίχειρος
-
14 ῥακτήριος
II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.
), Id.Fr.699.III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch.IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥακτήριος
-
15 ῥάσσω
ῥάσσω, [dialect] Att. [suff] ῥάπ-ττω, ([etym.] κατα-) Plb.10.48.7, ([etym.] συρ-) D.H.8.18: [tense] fut.A , ([etym.] ξυρ-) Th.8.96: [tense] aor.ἔρραξα D.54.8
, Apollod. Com.22, ([etym.] συν-) X.HG7.5.16:—[voice] Pass., [tense] fut. (in med. form) ῥάξομαι ([etym.] καταρ-) Plu.Caes.44: [tense] aor. , ([etym.] ἐπι-) D.H.8.18:— like ἀράσσω, strike, dash, l.c.; overthrow, τινας LXX Is. l.c.2 in [dialect] Ion. form [full] ῥήσσω, of dancers, beat the ground, dance,ῥήσσοντες ἁμαρτῇ μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο Il.18.571
;οἱ δὲ ῥήσσοντες ἕποντο h.Ap. 516
; for which A.R. 1.539 has in full, ὥστε.. πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι:—so alsoαἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος Euph.51.9
; ῥήσσειν τύμπανα beat them violently, AP 7.709 ([place name] Alexander). [ ῥάσσω ([etym.] ῥάττω) prob. has [pron. full] ᾱ by nature, as shown by [dialect] Ion. ῥήσσω: cf. ἀράσσω:—the [dialect] Ion. form is found also in the κοινή, as LXX Wi.4.19, Ev.Marc.9.18, Ev.Luc.9.42, Arr.Epict.1.20.9.] -
16 ῥάσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to beat, to smash, to thrust, to stamp' (also of dancers), intr. `to strike, to dash' (hell.).Other forms: Att. ῥάττω, Ion. ῥήσσω (ep. Σ 571, ἐπι- ῥάσσω Ω 454, 456, h.Ap. 516, also LXX, NT), fut. ῥάξω, aor. ῥᾶξαι (Att., hell.), ῥαχθῆναι (LXX).Derivatives: 1. σύρ-, πρόσ-ραξις f. `crash, impact' (Arist., pap.), ἀπό- ῥάσσω n. of a ball-game (Poll., Eust.). 2. κατα-ρράκτης as adj. `rushing down, precipitous' (S., Str.), as subst. m. `waterfall' (D. S., Str.), `portcullis, boarding bridge' (LXX, App. a.o.), n. bird that sweeps down (Ar., Arist.), Κατα-ρρήκτης m. n. of a river in Phrygia (Hdt.); κατα-ρρακτήρ `rushing down' (Lyc.; of a bird). 3. ῥακτήριον ὄρχησίς τις, - τήρια τύμπανα H., ῥακτήριος approx. `suitable for beating', also `clamorous'? (S. Fr. 802 u. 699); ῥάκτριαι f. (- ια n.?) pl. `staffs, to beat off olives' (Poll., H., Phot.). On ῥάγ-δην, - δαῖος s. ῥαγή; on ῥαχία s.v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Rather rare verb, which in the koine was confused with ῥήγνυμι. Without certain connection. As before the ῥ- a consonant must have disappeared, an original PGr. *Ϝρά̄χ-ι̯ω (cf. ῥαχ-ία) can be identified with a Slavic verb for `beat' (also with loss of u̯-), e.g. Russ. razítь, Czech. raziti, to which a.o. Czech. ráz `stroke, stamp', Russ. raz `turn', IE *u̯rāǵ(h)- (WP. 1, 318f. with Lidén Ein balt.-slav. Anlautges. 24 f.). The Slav. words, however, have also been connected with Russ. rézatь `cut, slaughter', OCS rězati ' κόπτειν' etc. and so with ῥήγνυμι (s. Vasmer s. raz II and Fraenkel s. rė́zti 1), which however clearly semant. slightly deviate. (As in Greek ῥήσσω and ῥήγνυμι, so in Slav. the corresponding verbs may have partly coalesced. -- The attractive connection with ἀράσσω (Bechtel Lex. s. ῥήσσω with Joh. Schmidt; cf. ταλα-: τλᾱ-, ταράξαι: θρά̄σσω) would require a PGr. *Ϝαράχ-ι̯ω; but there is no trace of a Ϝ-. Cf. ῥάχις.Page in Frisk: 2,643-644Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥάσσω
См. также в других словарях:
τύμπανα — τύμπανον kettledrum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμπαν' — τύμπανα , τύμπανον kettledrum neut nom/voc/acc pl τύμπανε , τύμπανος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
TYMPANUM — I. TYMPANUM a τύπτω, i. e. percutio, quale fuerit, antiqua numismata indicant, in quorum aversa parte Cybele Mater Deûm Tympanum in sinu gerit, vel eidem innititur. Ex im ie descripsit Plinius de margaritis agens, l. 9. c. 35. Quibus una tantum… … Hofmann J. Lexicon universale
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
βυρσοτενής — βυρσοτενής, ές (Α) φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + τενής < τείνω] … Dictionary of Greek